- προσδιωρίζετο
- προσδιορίζωdefineimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδιορίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα 2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως αρχ. μέσ. προσδιορίζομαι ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ… … Dictionary of Greek